- Ὑπερβορίς
- Ὑπερβορ-ίς, ίδος, fem. of foreg.,A
κόρη D.H.1.43
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόρη D.H.1.43
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Υπερβορίς — ίδος, ἡ, Α κόρη από το έθνος τών Ὑπερβορείων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβόρειος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Θεσσαλ ίς)] … Dictionary of Greek
Ὑπερβορίδος — Ὑπερβορίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)